- σπανιστικός
- -ή, -όν, Α [σπανιστός]φτωχός, στερημένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπανιστικαί — σπανιστικός lacking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανιστικοί — σπανιστικός lacking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)